Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2009

Τελικά έκανε μια καλή αρχή ή ένα τραγικό τέλος;

Όλες οι εικόνες έχουν ξεθωριάσει. Στο μικρό δωμάτιο του Γιασίρ ενός μετανάστη από το Πακιστάν τίποτα δεν του θυμίζει την πατρίδα του όσο η παραδοσιακή μουσική του τόπου του. Μοιάζει σαν ψαλμωδία του Χότζα και το άκουσμά της τον κάνει να δακρύζει , μερικές φορές. Αυτές τις μελωδίες ακούει στο μικρό μαύρο κασετόφωνο που είχε μαζί του από όταν ήταν στην πατρίδα. Ακόμα θυμάται τις εβδομάδες που ήταν στοιβαγμένος μαζί με άλλους 15 νέους που ζητούσαν ένα καλύτερο αύριο από αυτό που τους προσέφερε το Πακιστάν. Ο «μεσίτης» όπως τον αποκαλούσαν ζητούσε δέκα χιλιάδες δολάρια για την μεταφορά . Δούλεψε σκληρά ,δανείστηκε , στερήθηκε πολλά αλλά κατάφερε να συγκεντρώσει τα χρήματα και να τα δώσει. Το ταξίδι ήταν γεμάτο φόβο και ανασφάλεια μήπως και τους ανακαλύψουν .Δεν ήθελε να γυρίσει πίσω στο Πακιστάν , γιατί οι αρχές είχαν ανακαλύψει την –απαγορευμένη- ερωτική σχέση που είχε με τον Ιμάρ. Ο Ιμάρ δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τις αρχές και τιμωρήθηκε. Τον κρέμασαν πριν από δέκα μέρες και το κορμί του το βεβηλώσαν σαν να ήταν κανένας προδότης του έθνους. Ο Γιασίρ δεν μπορούσε να δεχτεί το «δυαδικό» σύστημα που επιβαλλόταν από την θρησκεία και την οικογένεια.

Ο Γιασίρ κατέβασε το βλέμμα του και κοίταξε την μικρή σόμπα που είχε στο δωμάτιο του. Αυτή η μικρή σόμπα τον ζέσταινε αλλά και γέμιζε με φως ολόκληρο το δωμάτιο. Ένα φως χρυσό που σε συνδυασμό με τους ξεβαμμένους και ταλαιπωρημένους τοίχους του δωματίου του , του θύμιζαν λίγο από πατρίδα. Δεν ήξερε γιατί. Μήπως ήταν οι ξεθωριασμένες φωτογραφίες της οικογένειας του που είχε στον τοίχο απέναντι από το ντιβάνι ή μήπως το μικρό Ισλαμικό ημερολόγιο με τα χρυσά γράμματα που είχε δίπλα στο παλιό κασετόφωνο. Δεν ξέρω είπε, δυνατά και αναστέναξε. Καθώς χαμήλωσε το βλέμμα του γυρίζει την πλάτη στο παράθυρο και κοιτάζει έντονα την σόμπα. Στην φλόγα της που τυλίγει βίαια τα ξύλα βλέπει τον εαυτό του. Τα όνειρα και τις φιλοδοξίες που είχε για την νέα χώρα στην οποία ήρθε , τον αδικοχαμένο Ιμάρ που ποτέ δεν έπαψε να αγαπάει. Σκέφτεται πως αυτός ο νέος τόπος δεν του έδωσε ευκαιρίες. Δεν τον άφησε να πάρει μια ανάσα ελευθερίας. Θυμάται πως για μέρες τριγυρνούσε στον σταθμό Λαρίσης και έψαχνε κάπου να κοιμηθεί. Κάποιον να ανταλλάξει μία κουβέντα και να του δώσει μία ευκαιρία. Ο «μεσίτης» μετά από λίγες μέρες του είχε πει πως του βρήκε δουλειά. Ήταν σε μία οικοδομή. Ζητούσαν χέρια να δουλέψουν. Χέρια που θα έχουν ανάγκη την δουλειά και θα εργάζονταν σκληρά για να την κρατήσουν. Δούλεψε μερικές εβδομάδες στην οικοδομή. Έβγαλε μερικά χρήματα και νοίκιασε αυτό το δωματιάκι. Από την δουλεία αναγκάστηκε να φύγει. Ένα βράδυ καθώς γύριζε στο σπίτι , κοντοστάθηκε για λίγο σε ένα ψιλικατζίδικο. Αυτό στην μικρή πλατεία μερικά τετράγωνα πιο πάνω από το σπίτι του. Μπήκε μέσα στο μαγαζί και αγόρασε ένα ψωμί και λίγο γάλα. Όπως βγήκε από το ψιλικατζίδικο παρατήρησε στην απέναντι γωνία της πλατείας πέντε γεροδεμένους άντρες που τον κοιτούσαν επίμονα. Φορούσαν σκισμένα παντελόνια. Παραλλαγής οι τρεις ενώ οι άλλοι δύο μαύρα. Ήταν κοντοκουρεμένοι όλοι τους , ενώ εντύπωση του έκαναν οι μαύρες καλά γυαλισμένες μπότες που φορούσαν. Ο Γιασίρ δεν έδωσε σημασία ,σκέφτηκε πως δεν τον έπαιρνε και πήρε τον δρόμο για το σπίτι του με γρήγορο βηματισμό. Μετά από λίγα βήματα άκουσε ένα ποδοβολητό από πίσω του και πριν προλάβει να γυρίσει να δει τι έγινε ,του έρχεται μια αλυσίδα με δύναμη στο πρόσωπο. Ο Γιασίρ σωριάζεται στο έδαφος και πριν προλάβει να σκεφτεί το οτιδήποτε , οι πέντε νεαροί άρχισαν να τον χτυπούν με μανία. Τον κλοτσούσαν παντού σε όλο του το κορμί και έβριζαν το Πακιστάν και το Ισλάμ. Ο κόσμος που άκουσε την φασαρία βγήκε αμέσως έξω και οι νεαροί από τις φωνές ων περαστικών τράπηκαν σε φυγή. Την επόμενη μέρα ο Γιασίρ ξυπνάει στο νοσοκομείο με φρικτούς πόνους σε όλο του το σώμα. Μετά από λίγο μπαίνει στο δωμάτιο που τον είχαν ο γιατρός και του χαμογελάει. Τον ρωτάει αν ήταν καλά και ο Γιασίρ γνέφει καταφατικά με ένα ειρωνικό χαμόγελο όλο νόημα. Μετά από λίγο ο γιατρός άρχισε να του λέει τι είχε συμβεί και πως ήταν η κατάστασή του. Μετά από μερικές μέρες ο Γιασίρ παίρνει εξιτήριο και παίρνει τον δρόμο για το δωματιάκι του. Ήταν ακόμα με τα ρούχα που φορούσε την ημέρα της επίθεσης . Ήταν βρώμικα , σκισμένα και γεμάτα μικρές και μεγάλες κηλίδες αίματος. Ο κόσμος τον κοιτούσε έντονα. Το έβλεπε στα μάτια τους.

Οι πληγές του μπορεί να έκλεισαν αλλά ο φόβος που διαδέχτηκε την σωματική του υγεία ήταν αβάσταχτος. Κάθε μέρα φοβόταν όλο και πιο πολύ. Στην οικοδομή είχε ακούσει ιστορίες σαν την δική του. Κάποιες φορές οι άντρες δεν φορούσαν παραλλαγές αλλά μπλε στολές και καπέλα ενώ τα θύματα δεν πήγαιναν πάντα στο νοσοκομείο αλλά και στο ψυγείο του νεκροτομείου.

Ο Γιασίρ «ξυπνάει» από τις μνήμες του και βλέπει πως είναι ακόμα στο δωμάτιό του. Μόνο εκεί αισθάνεται ασφαλής πλέον. Δύο μήνες μετά την πρώτη επίθεση που δέχτηκε , είχε δεχτεί άλλες τρεις. Τις δύο πρώτες φορές την γλύτωσε φτηνά. Άρχισε να τρέχει , να φωνάζει και να ζητά βοήθεια. Μετά από μερικά λεπτά η καταδίωξη σταματούσε. Την Τρίτη φορά όμως δεν ήταν τόσο τυχερός, άρπαξε μερικές κλοτσιές αλλά του έσωσαν την ζωή μερικοί περαστικοί που έβαλαν τις φωνές.

Φοβόταν. Φοβόταν πολύ. Γιατί το κάνουν αυτό αναρωτιόταν. Τι είχε κάνει λάθος. Πότε δεν είχε προκαλέσει κανέναν. Ο Γιασίρ 3,5 μήνες μετά την φυγή του από το Πακιστάν νιώθει και εδώ το ίδιο κυνηγημένος. Είναι μόνος , πληγωμένος στο σώμα και στην ψυχή , κουρασμένος από όλα αυτά , αλλά και πολύ απογοητευμένος.
Ένας ανεκπλήρωτος έρωτας , ο θάνατος του Ιμάρ ,μια θανατική καταδίκη που εκκρεμούσε εις βάρος του , ένας διωγμός και ένας δεύτερος διωγμός. Ήταν 22 και είχε χάσει κάθε θέληση για ζωή.

Ο Γιασίρ τηλεφώνησε στην μάνα του στο Πακιστάν , είχε καιρό να την ακούσει. Δεν έδειξε πως ήταν απογοητευμένος από την νέα του ζωή. Της έδωσε να καταλάβει ότι τα πάει μια χαρά. Ότι προσπαθεί για κάτι καλύτερο και ότι ίσως να το κατάφερνε. Εκείνη του είπε πως της λείπει και ότι τον αγαπάει πολύ. Έκλαιγε από χαρά η μητέρα του που τον είχε ακούσει στο τηλέφωνο.

Έπειτα από πέντε λεπτά συνομιλίας κλείνουν το τηλέφωνο με την υπόσχεση πως θα σμίξουν ξανά. Ο Γιασίρ κοιτάει για λίγο έξω από το παράθυρο. Έπειτα κοιτάει το χοντρό σίδερο που περνούσε δίπλα από το παράθυρο και πάνω σχεδόν από το ντιβάνι. Βάζει το σκαμνί κάτω από το σίδερο. Ανεβαίνει περνάει την θηλιά γύρω από τον λαιμό του , σπρώχνει το σκαμνί με τα πόδια του και φεύγει.


Από τον Γεώργιο Π.

4 σχόλια:

  1. Για τον Γιασίρ και τον κάθε Γιασίρ που είναι ανάμεσά μας, τι μπορούμε να κάνουμε??

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Na toy dosoume mia eukairia...na valoume stin akri ta ratsistika mas enstika, giati enstikta einai oxi ais8imata , kai na ton voh8soume...8elei polu douleia...ego akoma prospa8o me mena...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Δεν είναι ένστινκτα!! Δεν γεννιέσαι ρατσιστής, γίνεσαι!!! Άνθρωποι που υπερασπίζονται τους μετανάστες καταλήγουν στο νοσοκομείο σε κρίσιμη κατάσταση (βλέπε Κωνσταντίνα Κούνεβα, τις ρίξανε καυστικό οξύ στο πρόσωπο έξω απ'το σπίτι της πριν ενα μήνα). Θέλω να φωνάξω ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟΥΣ ΦΑΣΙΣΤΕΣ αλλά ξέρω ότι είναι κι αυτοί το ίδιο θύματα αυτής της κοινωνίας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Πες μου ρε γιώργο, έχουν ελπίδα αυτοί που έχουν υποστεί βαθύτατη πλύση εγκεφάλου και την υπερασπίζονται μέχρι θανάτου????

    ΑπάντησηΔιαγραφή