Κυριακή 1 Μαρτίου 2009

Λίγο πριν φτάσει στο τέρμα

Σήμερα το πρωί ήρθε ο Λ σπίτι μου μαζί με ένα παλιό ημερολόγιο που είχε βρει στο καφέ ενός χωριού. Του είπαν πως άνηκε σε έναν νέο που σκοτώθηκε στον πόλεμο όταν έπεσαν βόμβες πάνω στο τρένο που έφτανε από λεπτό σε λεπτό στον σταθμό. Μου είπε πως υπήρχε κάτι που άξιζε πολύ να διαβάσω. Ήταν τα τελευταία λόγια ή μάλλον σκέψεις του νέου καθώς τις κατέγραφε. «Η έκρηξη δεν τον άφησε να μας τα πει όλα» μου είπε.


(Απόσπασμα από το ημερολόγιο)


«Θυμάμαι τις παλιές ημέρες. Εκείνες της ελευθερίας και της ξεγνοιασιάς . Πραγματικά τότε δεν σκεφτόμασταν τίποτα. Βλέπαμε τον πόλεμο σαν κάτι πολύ μακρινό από μας. Βλέπεις , οι μόνες επαφές που είχαμε με τον πόλεμο ήταν μόνο μέσω της τηλεόρασης και φανταζόμασταν εκείνα τα μέρη σαν τριτοκοσμικά. Σαν μέρη που δε συμμορφώθηκαν στις επιταγές του δυτικού κόσμου για τεχνολογία και μόδα και πως κάτι «παίζετε» εκεί πέρα και για αυτό γίνετε ότι γίνετε. Τα πράγματα όμως δεν είναι έτσι. Πριν πέσουν οι βόμβες εκεί υπήρχαν σπίτια , άνθρωποι και αυτοκίνητα .υπήρχε ζωή που κυλούσε σε έναν συγκεκριμένο ρυθμό και που ήξερε και για τις 42αρες οθόνες και για τα Zara. Προσωπικά πότε δεν περίμενα πως θα ακούσω τις σειρήνες του πολέμου. Πως θα βγω έξω από το σπίτι μου και θα αντικρίσω ανθρώπους θλιμμένους. Σαστισμένα μάτια να σε κοιτάνε και να σου λένε «τι γίνετε εδώ; Είναι πραγματικότητα αυτό που συμβαίνει ή ένα κακό όνειρο». Το χειρότερο όλων ήρθε όταν εκείνο το βράδυ –πριν από δύο βδομάδες περίπου- άκουγα τα αεροπλάνα να περνάνε κυριολεκτικά πάνω από το σπίτι μου. Ήταν εκατοντάδες , ή τουλάχιστον έτσι τα αισθανόμουνα μέσα στον φόβο και την απειρία μου για τα του πολέμου. Βγήκα στο μπαλκόνι και αυτό που αντίκρισα ξεπερνούσε κατά πολύ την φαντασία μου. Ήταν τρομερό , έβλεπα μικρές λάμψεις στον ορίζοντα που έκαναν την νύχτα να φαίνεται σαν μέρα. Οι πυρκαγιές που ξέσπασαν στον βομβαρδισμένο ορίζοντα με πανικόβαλαν. Ήμουν έτοιμος να μπω μέσα στο σπίτι να πάρω μια βαλίτσα με δύο πράγματα και να εξαφανιστώ. Όταν μία δυνατή έκρηξη με έριξε κάτω. Ο κρότος ήταν πολύ δυνατός και ένιωσα τα γυαλιά της μπαλκονόπορτας να πέφτουν επάνω μου σε πολύ μικρά κομμάτια. Μου θύμισε τις μικρές σταγόνες της βροχής. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα σηκώνομαι πάνω και το θέαμα το οποίο αντίκρισα με ταρακούνησε τόσο πολύ που κατάλαβα πως βρίσκομαι μέσα στον πόλεμο και πως πρέπει να παλέψω για την ζωή μου. Είδα την εκκλησία που δέσποζε απέναντι από το σπίτι μου , αυτήν την πραγματικά μεγάλη εκκλησία ένα ερείπιο. Ένα σωρό από μπάζα τα οποία κάπνιζαν τον καπνό του πολέμου. Αυτό που δέσποζε πλέον ήταν ένα σκελετωμένο καμπαναριό έτοιμο να ηχήσει για μια τελευταία φορά που θα σήμαινε και το τέλος του , την παράδοσή του στην κληρονομιά του πολέμου. Αυτά τα λεπτά ή μάλλον αυτά τα δευτερόλεπτα τα θυμάμαι πολύ καθαρά και δεν μπορώ με τίποτα να τα διώξω από το κεφάλι μου. Το σώμα μου είχε γεμίσει μικρές πληγές από την τζαμαρία που είχε γίνει χίλια κομμάτια. Εκείνη την στιγμή δεν πονούσα καθόλου γιατί είχαν προτεραιότητα άλλα αισθήματα από εκείνα του πόνου. Την επόμενη μέρα μάζεψα όσα πράγματα μπόρεσα και πήγα στον σιδηροδρομικό σταθμό για να γυρίσω πίσω στο σπίτι μου. Με την οικογένειά μου είχα να μιλήσω τρεις εβδομάδες. Όλες οι τηλεπικοινωνίες ήταν κομμένες και με διάφορες πατέντες μπορούσαμε να δούμε λίγα νέα στην τηλεόραση. Όταν έφτασα στον σιδηροδρομικό σταθμό είδα πολύ κόσμο μαζεμένο στην ουρά να φωνάζει και να περιμένει ένα εισιτήριο. Ήταν όλοι τους τόσο τρομαγμένοι , τους ένιωθα. Ήταν θέμα χρόνου έως να γίνω και εγώ ένα με αυτούς. Να αρχίζω να φωνάζω και να σπρώχνω για ένα εισιτήριο. Μετά από τρεις ώρες αναμονής , φωνών και σπρωξίματος πήρα το εισιτήριο μου. Το τρένο έφευγε σε 20 λεπτά και αυτό που έπρεπε να κάνω ήταν να βρω την θέση μου και να τακτοποιηθώ. Το ταξίδι διαρκούσε 18 ώρες και δεν θα ήταν ότι πιο άνετο να ταξιδέψω όρθιος. Στην διαδρομή όταν δεν κοιμόμουν ή δεν σκεφτόμουν τα γεγονότα των τελευταίων ημερών κοιτούσα έξω από το παράθυρο. Έβλεπα έρημους δρόμους με μεγάλες διαφημιστικές πινακίδες , πολυτελή και ντιζαϊνάτα αυτοκίνητα διαλυμένα , καμένα και παραδομένα στο μένος του πολέμου. Ήταν σχεδόν αστείο να βλέπεις όλα αυτά τα «δυτικά» υλικά αγαθά να έχουν προσαρτηθεί τόσο γρήγορα στην περιουσία του. Τελικά τίποτα δεν γλυτώνει , αναλογίστηκα. Μετά από πολλές ώρες στο τρένο έβλεπα ξανά –μετά από πολύ καιρό- γνώριμα μέρη. Είχα σχεδόν φτάσει και έβλεπα ξανά αυτά τα καταπράσινα λιβάδια…..»

1 σχόλιο: