Κυριακή 7 Μαρτίου 2010

Δεν το αντέχω
Με έχει πλακώσει το βάρους του έρωτα
Των ονείρων που δεν ζήσαμε
Των υποσχέσεων που αθετήσαμε
Γιατί;
Πως γίναμε έτσι;
Πως φτάσαμε ως εδώ;
Ήταν κάτι που ξεκίνησε τόσο όμορφα.
Τόσο μαγικά.
Από το πουθενά.
Έλα καρδιά μου να μηδενίσουμε την μνήμη μας
διώχνοντας όλα τα άσχημα.
Στο σπίτι που ζω δεν μπορώ να αποδώσω.
Μου βγάζει τον χειρότερό μου εαυτό.
Τίποτα γύρω μου δεν έχει κάποιο ενδιαφέρον.
Το μόνο ενδιαφέρον είναι μια σκέψη, μία ανάμνηση.
Η σκέψη σου.
Ενός πλάσματος τόσο όμορφου.
Τόσο ευαίσθητου.
Και εγώ τι έκανα για αυτό;
Το έδιωξα μακριά μου.
Αλήθεια; Θα γυρίσει ποτέ κοντά μου;
Τι σκέφτεται για μένα;
Αυτό το πλάσμα, μου έδωσε ξανά λόγο για να ζω
Μου έδωσε μία αφορμή να ξυπνάω τα πρωινά
Για να του πω καλημέρα
Για να το φιλήσω γλυκά
και να πλέξω τα χέρια μου μέσα στα δικά του.
Για να παίξω με τα πόδια του
και να γοητευτώ από το μυαλό του
Και εγώ τι έκανα για όλα αυτά;
Μητέρα φύση
Μόνο εσύ μου έμεινες
Μπορείς να μου απαντήσεις σε κάτι;
Θα υπάρξει ποτέ μία δεύτερη ευκαιρία με αυτό το κορίτσι;
Είναι ότι πολυτιμότερο είχα.
Ξέθαψε από μέσα μου αισθήματα που είχαν πέσει σε λήθαργο για χρόνια
Πες μου μητέρα.
Απάντησέ μου
Και εσύ πατέρα άνεμε
Μπορείς να φυσήξεις τόσο δυνατά
και να φτάσεις έως το παράθυρό της;
Να της πεις πως την σκέφτομαι
και πως την θέλω ξανά κοντά μου
Δίχως λόγια.
Να έρθει σε μένα και να αγκαλιαστούμε
Όπως τότε.
Τις πρώτες μέρες.
Πατέρα
Ω Πατέρα
Ποτέ δεν σου ζήτησα κάτι
Ήμουν τόσο υπερήφανος
Μα τώρα μια χάρη σου ζητώ.
Να πας και να την βρεις
Και να της πεις πως την χρειάζομαι
Να της πεις πως τα βράδια δεν κοιμάμαι
Να της πεις πως δεν μπορώ να αναγνωρίσω πλέον τις γεύσεις.
Μα πάνω από όλα να της πεις πως έχω ένα όνειρο για αυτήν.
Να την κάνω ευτυχισμένη.
Και πως αυτό το όνειρο γυρίζει συνέχεια μέσα στο κεφάλι μου.
Μητέρα
Και εσύ πολυαγαπημένη μου μητέρα.
Θα της πεις δύο λόγια από μένα;
Πως την θέλω πίσω.
Μόνο αυτό.

Μακάρι να ήταν τα πράγματα αλλιώς.
Κάθε μέρα σε τούτη εδώ την πόλη είναι ένα μαρτύριο που αρχίζει
από το πρωί που θα ξυπνήσω έως το άλλο πρωί που θα κοιμηθώ.
Αυτή η πόλη έκλεψε τον εαυτό μου
και μου έδωσε κάποιον άλλον.
Που συμπεριφέρεται με λάθος τρόπο στους ανθρώπους που έχω κοντά μου.

Δεν ξέρω τι να περιμένω πλέον πολυαγαπημένοι μου γονείς.
Δεν ξέρω τι σκέφτεται.
Με λησμόνησε;
Δεν με λησμόνησε;
Θέλω να μπω μέσα της.
Να γίνω τόσο μικρός και να τρυπώσω το βράδυ που θα κοιμάται μέσα στο δωμάτιό της.
Να μπω στο στόμα της και σιγά σιγά να κατέβω και να φτάσω στην καρδιά της.
Να μείνω εκεί για πάντα.
Μόνο αυτή η σκέψη με κάνει να χαμογελάω.
Μπορείτε να με βοηθήσετε αγαπημένοι μου γονείς;
Ποτέ δεν σας ζήτησα τίποτα.
Ποτέ δεν είχα το θάρρος.
Μα έρχονται κάποιες στιγμές που ξέρεις πως τα πράγματα δυσκολεύουν.
Δεν κοιτάω τους ανθρώπους στα μάτια.
Το αποφεύγω.
Ίσως για να μην δουν τα δικά μου μάτια.
Δεν θέλω να τα δουν.
Δεν είναι ευχάριστο.
Το βάρος παραμένει.
Μητέρα την σκέφτομαι.
Ελπίζω να ακούσατε αυτά που σας είπα και να βάλετε ένα μικρό λιθαράκι με την βοήθεια του πατέρα ώστε να κρατήσω ξανά το χέρι της όταν κοιμάται.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου