Δευτέρα 1 Μαρτίου 2010

54

Περπατούσαμε με τον Γιώργο προς τα σπίτια μας.
Είχαμε πάρει την 52η λεωφόρο και βαδίζαμε στην αριστερή μεριά της.
Η 52η λεωφόρος είναι ο μοναδικός δρόμος σε ολόκληρη την πόλη ο οποίος καταλήγει στην διχάλα και χωρίζεται στην 53η και 54η λωφόρο.
Εγώ μένω 100 μέτρα μετά την διχάλα της από την μεριά της 54ης.
Ο ουρανός εκείνο το βραδυ έμοιαζε με θόλο.
Είχε ξαστεριά με ένα μεγάλο φεγγάρι κάπου εκεί στα δεξιά που φώτιζε τα πάντα.
Και μόνο το φως του ουρανού αρκούσε για να μπορέσεις να ξεχωρίσεις την σιλουέτα κάποιου ατόμου γνώριμου σε σένα.
Νομίζω πως εκείνη την Παρασκευή -γιατί Παρασκευή ήταν- τα είχαμε πιει λίγο, αλλά είχαμε πλήρη συναίσθηση του τι γίνεται και τι όχι.
Με αυτά και με αυτά φτάσαμε στην διχάλα.
Κοντοσταθήκαμε λίγο και μιλήσαμε για το πως περάσαμε εκείνο το βράδυ, για το τι θα κάνουμε το πρωί που θα ξημέρωνε, ξέρεις...
Είναι αυτοί οι απλοί διάλογοι μεταξύ φίλων λίγο πριν χωρίσουν και τραβήξουν ο καθένας για το σπίτι του.
Τον χαιρέτησα και έβγαλα από την τσέπη του μπουφάν μου το ipod για να ακούσω μουσική σε αυτά τα λίγα μέτρα πριν φτάσω σπίτι μου.
Η γειτονιά μου είναι ιδιαίτερα ήσυχη.
Ποτέ δεν έχει γίνει κάτι κακό, εκτός από κάτι συμπλοκές στο από κάτω διαμέρισμα πριν κάτι χρόνια μεταξύ ενός ζευγαριού μεταναστών.
Δεν θυμάμαι τι ακριβώς είχα βάλει να παίζει, αν και νομίζω πως ήθελα κάτι ήσυχο και ορχηστρικό οπότε μάλλον θα είχα βάλει το Exogenesis Symphony Part 1 από Muse.
Τα κίτρινα φώτα της γειτονιάς μου έκαναν εκείνο το βράδυ να φαντάζει ακόμα πιο ασφαλές.
Στα δεξιά της 54ης 50 μέτρα πριν το σπίτι μου υπήρχε μια οικοδομή με γκαράζ.
Ήταν από της λίγες σε ολόκληρη την πόλη.
Εγώ περπατούσα στην αριστερά μεριά του δρόμου, μάλλον από συνήθεια.
Με την άκρη του ματιού μου εντόπισα μια ύποπτη σκιά να κινείται προς το μέρος μου, γύρισα το κεφάλι μου προς τα δεξιά και είδα ένα παιδί γύρω στα δέκα να τρέχει προς το μέρος μου και να περνάει σαν σίφουνας από μπροστά μου και με το χέρι του να τραβάει τα ακουστικά του ipod και να μου τα βγάζει.
Αυτό το πράγμα με εκνεύρισε πάρα πολύ παρόλα αυτά δεν ήθελα να κινηθώ απειλητικά προς το μέρος του γιατί ήταν πολύ μικρός σε ηλικία.
Προσπάθησα να του μιλήσω και να τον ρωτήσω γιατί το έκανε αυτό και άρχισε πάλι να τρέχει προς το μέρος μου.
Όταν πέρασε από μπροστά μου αισθάνθηκα και ένα χτύπημα από πίσω.
Ήταν ένας δεύτερος πιτσιρικάς λίγο ψηλότερος από τον πρώτο.
Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν πως ήταν συμμορία και πως μάλλον θα ήθελα να να μτ ληστέψουν.
Εκείνη την στιγμή ήταν που τα σύννεφα της οργής μέσα μου δημιούργησαν μια καταιγίδα θυμού.
Ο δράκος της εκδίκησης πετούσε δαιμονισμένα μέσα μου και περίμενε να ανοίξω το στόμα μου για να ξεχυθεί έξω και να τα βασανίσει έως θανάτου τους πιτσιρικάδες.
Ο εγωισμός μου έπιασε κόκκινο.
Όλες αυτές οι σκέψεις δεν νομίζω να μου πήραν πάνω από δύο τρία δευτερόλεπτα.
Ήταν εκείνο το χρονικό διάστημα στο οποίο, δεν ξέρω πως, είχαν εμφανιστεί άλλοι δύο.
Πάνω κάτω ήταν όλοι στην ίδια ηλικία, γύρω στα δέκα και είχαν σχεδόν το ίδιο ύψος.
Είχα αρχίσει να εκνευρίζομαι και απομακρύνθηκα από αυτόν τον κύκλο που είχαν δημιουργήσει γύρω μου όλα αυτά τα μαλακισμένα.
Έκανα μικρά βήματα προς τα πίσω και σιγά σιγά κοιτώντας του αλλά χωρίς να τους τραβήξω την προσοχή προσπάθησα να βγάλω την αλυσίδα που είχα στο παντελόνι μου για τα κλειδιά μου.
Την έστριψα μερικές φορές γύρω από το χέρι μου και όρμησα στον κύκλο με σκοπό να φτάσω στο τέλος.
Άρχισα να χτυπάω στο πρόσωπο τον πιο ψηλό από όλους, ήταν ο πιτσιρικάς που εμφανίστηκε δεύτερος.
Του είχα καταφέρει τρία τέσσερα επιτυχημένα χτυπήματα στο πρόσωπο και τον είδα που αιμορραγούσε.
Οι υπόλοιποι έκαναν σαν ακόλουθοι του Διονύσου και έτρεχαν εδώ και εκεί χτυπώντας με στην πλάτη ή όπου αλλού έβρισκαν.
Από τα νεύρα μου δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω το πόσο πολύ με είχαν τραυματίσει και είχα αρχίσει να πιστεύω πως ένα μάτσο μαλακισμένα δεκάχρονα θα με κέρδιζαν.
Όχι λόγο σωματικής διάπλασης, αλλά επειδή ήταν περισσότεροι.
Σταμάτησα την επίθεση και άρχισα και πάλι να προστατεύω την πλάτη μου και να τους έχω όλους μπροστά μου.
Το πρώτο μπασταρδάκι το οποίο μου είχε επιτεθεί ήταν ένα κοντό μαλακισμενο το οποίο φορούσε μία κόκκινη μπλούζα με μαύρες λεπτομέρειες και μια μαύρη στενή φόρμα. Είχε κοντό μαλλί και τα δόντια του ήταν τόσο παραμορφωμένα που για μια στιγμή νόμιζα πως δεν ήταν ανθρώπινο ον. Του έλειπαν τα δύο μπροστινά δόντια και τα υπόλοιπα ήταν τόσο μικρά και τόσο συνωστισμένα. Τα ούλα του ήταν σχεδόν μαύρα. Νομίζω πως ο πιτσιρικάς είναι ότι πιο φρικαλέο έχω δει ποτέ στην ζωή μου. Αυτή ήταν η τελευταία σκηνή που θυμάμαι.
Οι μνήμες μου επανέρχονται τότε που με βλέπω από πίσω μου να βγάζω το πορτοφόλι μου και να το αδειάζω κάτω. Ρωτώντας τους αν θα πείραζε να κρατήσω το πορτοφόλι μου μαζί με δύο φωτογραφίες που είχαν συναισθηματική αξία για μένα. Μετά έβγαλα και το κινητό μου και θυμάμαι πως με άφησαν να κρατήσω την κάρτα σιμ. Όταν μου είχαν πάρει όλα τα λεφτά και το κινητό, από τα δεξιά της σκηνής εμφανίζεται η Ε. Η Ε ήταν η κοπέλα μου.
Εμφανίστηκε και αμέσως όλοι φοβήθηκαν που την είδαν και έσκυψαν το κεφάλι κάτω.
Αυτός που κρατούσε τα λεφτά και το κινητό μου της τα έδωσε και αυτή αμέσως με ένα μεγάλο χαμόγελο, όπως μόνο αυτή ξέρει να χαμογελά μου τα έδωσε όλα πίσω.
Δεν ήταν ο σωτήρας μου. Δεν εμφανίστηκε εκεί την κατάλληλη στιγμή όπως όλοι θα νομίζετε για να με σώσει. Είχα την αίσθηση πως τα έβλεπε όλα αυτά και παρακολουθούσε όλο το σκηνικό. Επίσης είμαι σίγουρος πως η υποταγή που έδειξαν οι δεκάχρονοι όταν την είδαν δεν ήταν από φόβο αλλά από ένα μείγμα σεβασμού και φόβου. Πως συμπεριφέρεσαι όταν βλέπεις κάποιον ανώτερό σου στην δουλειά; Κάπως έτσι....

Εκεί σταματάει η μνήμη μου.
Πάντα είχα το πρόβλημα αυτό...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου